- αμάθευτος
- η , ο1) неизвестный, не получивший огласки; необнаруженный; 2) не поддающийся раскрытию, объяснению, таинственный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμάθευτος — η, ο [μαθεύω] 1. αυτός που δεν μαθεύτηκε, δεν έγινε γνωστός σε άλλους, ο ακοινολόγητος 2. που δεν είναι δυνατό να γίνει γνωστός, να διευκρινιστεί … Dictionary of Greek
αμάθευτος — η, ο αυτός που δε μαθεύτηκε, δεν κοινολογήθηκε: Στο χωριό το κακό ήταν ακόμη αμάθευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακοινολόγητος — η, ο [κοινολογώ] 1. αυτός που δεν έχει κοινολογηθεί, που δεν έχει γίνει γνωστός στους πολλούς, ακοινοποίητος, αμάθευτος 2. αυτός που δεν πρέπει να κοινολογηθεί, απόρρητος, μυστικός … Dictionary of Greek
ακοινοποίητος — η, ο [κοινοποιώ] 1. αυτός που δεν κοινοποιήθηκε, που δεν έγινε γνωστός στους πολλούς, αμάθευτος 2. αυτός που δεν πρέπει να κοινοποιηθεί, απόρρητος, μυστικός 3. (για έγγραφα) αυτός που δεν γνωστοποιήθηκε στους υφισταμένους ή τους ενδιαφερομένους 4 … Dictionary of Greek
αμάθητος — η, ο 1. άπειρος, ασυνήθιστος: Ήταν η καημένη αμάθητη από δουλειές. 2. αυτός τον οποίο δεν έμαθε κανείς, δε διδάχτηκε: Έχω ακόμη αμάθητη τη γεωγραφία μου. 3. αμάθευτος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)